- ὄναγροι
- ὄναγροςthe wild assmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οναγρόβοτος — ὀναγρόβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός όπου βόσκουν όναγροι («τὰ τῶν Λυκαόνων ὀροπέδια ψυχρὰ καὶ ψιλὰ καὶ ὀναγρόβοτα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄναγρος + βοτος (< βόσκω), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] … Dictionary of Greek